- ἀπειροκαλίαι
- ἀπειροκαλίαignorance of the beautifulfem nom/voc plἀπειροκαλίᾱͅ , ἀπειροκαλίαignorance of the beautifulfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπειροκαλίᾳ — ἀπειροκαλίαι , ἀπειροκαλία ignorance of the beautiful fem nom/voc pl ἀπειροκαλίᾱͅ , ἀπειροκαλία ignorance of the beautiful fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειροκαλία — η (AM ἀπειροκαλία) άγνοια του ωραίου, έλλειψη καλαισθησίας αρχ. 1. (πληθ). ἀπειροκαλίαι χυδαιότητες, προστυχιές 2. φρ. «ἀπειροκαλία περὶ χρήματα» χυδαία ασωτία … Dictionary of Greek